[Seite 138] ων, att. = μεσόγειος; ἐν τῷ τῶν μεσόγεων δεσμωτηρίῳ, Plat. Legg. X, 909 a, vulg. μεσογείων; poet. μεσσόγεως, Callim. Dian. 37.
ως, ων;att. c. μεσόγαιος.Étymologie: μέσος, γῆ.
μεσόγεως, -ων (Α)(αττ. τ.) βλ. μεσόγειος.