μεταξουργός

Revision as of 07:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο
αυτός που ασχολείται με την κατεργασία του μεταξιού, ο μεταξάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν του Σκαρλάτου Βυζαντίου].