μεταξάς
From LSJ
οὐκ ἔστιν οὐδείς, οὐδ' ὁ Μυσῶν ἔσχατος → there is nobody, not even the last of the Mysians | there is nobody, not even the meanest of mankind
Greek Monolingual
ο, θηλ. μεταξού μετάξι
1. τεχνίτης ή βιομήχανος ο οποίος ασχολείται με την κατεργασία της μέταξας, μεταξουργός
2. έμπορος μέταξας
3. ιδιοκτήτης μεταξουργείου.