μετεγγύηση

Revision as of 07:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
(νομ.) ιδιαίτερη μορφή εγγύησης η οποία συνίσταται στο ότι ένας δεύτερος εγγυητής παρέχει εγγύηση για τον πρώτο εγγυητή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + εγγύηση μέσω ενός αμάρτυρου μετεγγυῶ].