εγγύηση

From LSJ

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source

Greek Monolingual

η (AM ἐγγύησις) εγγυώ
χρηματικό ποσό ή άλλη εξασφάλιση που δίνει κάποιος για υποχρέωση που αναλαμβάνει
αρχ.
1. η πράξη του εγγυώμαι
2. μνηστεία.