μεταφορητός

Revision as of 07:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

English (LSJ)

όν,

   A portable, ἔστι τὸ ἀγγεῖον τόπος μ. Arist.Ph.209b29.

Greek (Liddell-Scott)

μεταφορητός: -όν, ὃν δύναταί τις νὰ μεταφέρῃ ἀπὸ τόπου εἰς τόπον, φορητός, Ἀριστ. Φυσ. 4. 4, 18.

Greek Monolingual

μεταφορητός, -ή, -όν (Α) μεταφορώ
αυτός τον οποίο μπορεί να τον μεταφέρει κανείς, ο φορητός.