μεταφορώ

From LSJ

ὑπόσχεσιν τὸ πρᾶγμα γενναίαν ἔχει → the affair holds a noble promise

Source

Greek Monolingual

μεταφορῶ, -έω (Α)
μεταφέρω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + φορῶ «φέρω» μέσω ενός αμάρτυρου μετάφορος].