ὑπόσχεσιν τὸ πρᾶγμα γενναίαν ἔχει → the affair holds a noble promise
μεταφορῶ, -έω (Α)μεταφέρω.[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + φορῶ «φέρω» μέσω ενός αμάρτυρου μετάφορος].