μεταφορώ

From LSJ

οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)

Source

Greek Monolingual

μεταφορῶ, -έω (Α)
μεταφέρω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + φορῶ «φέρω» μέσω ενός αμάρτυρου μετάφορος].