μηχάνωμα

Revision as of 07:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A = μηχάνημα, Thphr.Ign.59, Sm.Le.8.7:—Dor. μᾱχάνωμα, crane, SIG241 A12 (pl.), al.

German (Pape)

[Seite 181] τό, = μηχάνημα, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

μηχάνωμα: τό, = μηχάνημα, Θεόφρ. π. Πυρὸς 59.

Greek Monolingual

μηχάνωμα και δωρ. τ. μαχάνωμα, τὸ (Α)
1. μηχάνημα
2. γερανός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανή + κατάλ. -ωμα (πρβλ. κεφάλ-ωμα), μέσω ενός αμάρτυρου ρ. μηχανόω].