μικροπράγματα

Revision as of 07:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και μικροπράματα, τα
1. μικροϋποθέσεις χωρίς καμιά σημασία, ζητήματα ανάξια λόγου
2. μικροαντικείμενα («μη μαζεύεις μικροπράγματα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις].