μονασμός

Revision as of 07:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

English (LSJ)

ὁ,

   A solitary life, solitude, Eust.636.36.

German (Pape)

[Seite 201] ὁ, einsames, bes. Mönchs-Leben, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

μονασμός: ὁ, (μονάζω) βίος μοναχικός, ἐρημία, «μοναξία», Εὐστ. 636. 36.

Greek Monolingual

μονασμός, ὁ (ΑΜ) μονάζω
μοναχικός βίος, απομόνωση, μοναξιά.