μοναχικός

From LSJ

Μισῶ πένητα πλουσίῳ δωρούμενον → Res pauper est odiosa, donans diviti → Ich hasse einen Armen, der demReichen gibt

Menander, Monostichoi, 360
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονᾰχικός Medium diacritics: μοναχικός Low diacritics: μοναχικός Capitals: ΜΟΝΑΧΙΚΟΣ
Transliteration A: monachikós Transliteration B: monachikos Transliteration C: monachikos Beta Code: monaxiko/s

English (LSJ)

μοναχική, μοναχικόν, of or for a μοναχός, ἄσκησις Just.Nov.5 Praef.; σχῆμα PSI8.932.13 (vi A. D.).

German (Pape)

[Seite 201] den μοναχός betreffend, mönchisch, K. S., auch im adv.

Greek (Liddell-Scott)

μονᾰχικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς μοναχόν, μοναστικός, Ἀποφθ. Πατέρ. 148Α· μοναχικὸν σχῆμα 146D, Ἰουστιν. Νεαρ. 5. 2, § α΄. 123, 25, κτλ. 2) ὡς οὐστιαστ. τὸ μοναχικόν, ― (α΄) ὁ μοναχικὸς βίος, Ἰω. Μόσχ. 2912C, 29, 21Β. ― (β΄) Μοναχικόν, ὁ τίτλος βιβλίου τοῦ Εὐαγρίου, Σωκράτ. 396Β. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Ἰω. ὁ Νηστευτ. 1913Α, Νικήτ. Παφλαγ. 492Α, κλ.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ μοναχικός, Μ και μοναχιχός, -ή, -όν) μοναχός
αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή προσιδιάζει σε μοναχό, ο μοναστικός («περιεβλήθη το μοναχικό σχήμα»)
νεοελλ.
1. απόμερος, απομονωμένος («μοναχικό σπίτι»)
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε έναν μόνο («το έχει μοναχικό του το δωμάτιο»)
3. αυτός που του αρέσει να ζει μόνος, που του αρέσει η μοναξιάείναι πολύ μοναχικός άνθρωπος»)
4. φρ. «μοναχικός βίος» — ο μοναχισμός
μσν.
1. μόνος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μοναχικόν
τίτλος που παίρνει ο μοναχός μετά τη διαδικασία της κουράς
3. φρ. α) «μοναχικὴ πολιτεία» — τρόπος ζωής μοναχών, ο μοναχικός βίος
β) «γίνομαι εἰς τὴν μοναχικὴν ζωήν» — ντύνομαι το μοναχικό σχήμα, γίνομαι μοναχός
μσν.-αρχ.
το ουδ. ως ουσ. ο μοναχικός βίος
αρχ.
(το ουδ. ως κύριο όν.) Μοναχικόν
τίτλος έργου του Ευαγρίου.
επίρρ...
μοναχικώς και -ά (Μ μοναχικῶς και -ά)
με τρόπο που αρμόζει σε μοναχούς
μσν.
μόνον, απλώς.