μισοίκειος

Revision as of 07:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

English (LSJ)

ον, = foreg., Ptol.Tetr.164, Cat.Cod.Astr.2.173.

Greek (Liddell-Scott)

μισοίκειος: -ον, = τῷ προηγ., Πτολεμ. Τετράβ. 164.

Greek Monolingual

μισοίκειος, -ον (Α)
αυτός που μισεί τους οικείους του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + οἰκεῖος (πρβλ. φιλ-οίκειος)].