μισάμπελος

Revision as of 07:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

English (LSJ)

ον,

   A hating the vine, App.Anth.4.20.

German (Pape)

[Seite 189] den Weinstock hassend, κρήνη, Ep. ad 198 (App. 100).

Greek (Liddell-Scott)

μῑσάμπελος: -ον, ὁ μισῶν τὴν ἄμπελον, πηγὴν μισάμπελον Ἀνθ. Π. παράρτ. 100.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
ennemi de la vigne.
Étymologie: μισέω, ἄμπελος.

Greek Monolingual

μισάμπελος, -ον (Α)
αυτός που μισεί τα αμπέλια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + ἄμπελος.