μικροτέχνημα

Revision as of 07:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το
μικρών διαστάσεων έργο τέχνης, μικρό κομψοτέχνημα, μινιατούρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)- + -τέχνημα (< -τεχνώ). Η λ. μαρτυρείται από το 1877 στον Κ.Δ. Μυλωνά].