έργο

From LSJ

Βιοῖ γὰρ οὐδείς, ὃν προαιρεῖται βίον → Homo nullus aevum degit arbitri sui → Denn keiner lebt sein Leben, wie er es geplant

Menander, Monostichoi, 65

Greek Monolingual

το (AM ἔργον)
1. το σύνολο τών προσπαθειών και ενεργειών που καταβάλλονται για να πραγματοποιηθεί ένας στόχος (α. «ἐχει δύσκολο έργο να επιτελέσει» β. «ἔργον δ’ οὐδέν ὄνειδος, ἀεργίη δὲ τ’ ὄνειδος», Ησίοδ.)
2. το αποτέλεσμα της σωματικής ή ψυχικής ενέργειας, το προϊόν της εργασίας (α. «ἐχει επιτελέσει λαμπρό έργο» β. «πέπλοι... ἔργα γυναικῶν», Ομ. Ιλ.)
3. πληθ. τα έργα
κατασκευές κοινής ωφέλειας («δημόσια, τεχνικά έργα»)
4. βιοποριστικό επάγγελμα
5. καλλιέργεια αγρού ή αμπελιού που γίνεται από έναν εργάτη σε ορισμένο χρόνο
6. (από ηθική άποψη) σπουδαία πράξη, κατόρθωμα (α. «ηρωικά έργα» β. «καλόν τι ἔργον ἀποδείξασθαι» γ. τὸ ἐν Πλαταιαῑς ἔργον»)
7. εργασία της αρμοδιότητας κάποιου, καθήκον
8. (για πνευματική δημιουργία) σύγγραμμα, βιβλίο («τα έργα του Πλάτωνος»)
9. κλωσμένο νήμα
10. φρ. «ἅμ’ ἔπος, ἅμ’ ἔργον» — για άμεση εκτέλεση
νεοελλ.
1. κινηματογραφικό ή θεατρικό έργο
2. φρ. α) «ευχής έργο θα ήταν» — μακάρι να γινόταν
β) «επί το έργο» — αρχίζω δουλειά
γ) «καταναγκαστικά έργα» — βαρύτατες εργασίες στις οποίες υποβάλλονται κρατούμενοι ή κατάδικοι
δ) «ἐργο φρονήσεως» — φρόνιμο
μσν.
φρ. «γάμος δι’ ἔργου» — όχι νόμιμος
αρχ.
1. γεωργικές εργασίες («ἀνδρῶν πίονα ἔργα», Ομ. Ιλ.)
2. καλλιεργημένα χωράφια («oὔτ’ ἐπὶ ἔργα πάρος γ’ ἴμεν», Ομ. Οδ.)
3. ιδιοκτησία, κτήματα, πλούτη («Θεὸς δ’ ἐπὶ ἔργον ἀέξῃ», Ομ. Οδ.)
4. (στον πληθ. (για γυναικεία εργασία) η υφαντική («γυναῖκας ἀμύμονα ἔργα ἰδυίας», Ομ. Ιλ.)
5. σε αντίθεση με τα έπος, μύθος, λόγος, ρήματα, όνομα («μύθων τε ῥητῆρ’ ἔμεναι πρηκτῆρά τε ἔργων», Ομ. Ιλ.)
6. εκτέλεση έργου («ἠγόρευε καὶ τὸ ἔργον προσῆγε», Ηρόδ.)
7. πράγμα, αντικείμενο («εἰ δὴ σοὶ πᾶν ἔργον ὑπείξομαι» — αν υποχωρήσω σε κάθε τι, Ομ. Ιλ.)
8. βλάβη, ζημιά
9. κέρδος, τόκος τοκιζόμενου κεφαλαίου («ὧν τὸ ἔργον ἐπ’ ἐννέα ὀβολοῖς ἑπτακόσιοι καὶ εἴκοσι δραχμαί», Ισαί.)
10. (για πράγμ.) ιδιότητα, χαρακτηριστικό («oὐ γάρ θερμότητος... ἔργον ψύχειν, ἀλλά τοῦ ἐναντίου», Πλάτ.)
11. η λειτουργία οργάνου του σώματος («ἔργα τοῦ ἐγκεφάλου», Γαλ.)
12. (συνήθως με απρμφ.) οτιδήποτε απαιτεί κόπο, προσπάθεια («χαλεπὸν oὖv ἔργον διαιρεῖν», Αριστοφ.)
13. χρεία, ανάγκη («τί δῆτα τόξων ἔργον;», Ευρ.)
14. εργατικό σωματείο
15. (η δοτ. ως επίρρ.) ἔργῳ
στην πραγματικότητα («ἐγένετο λόγῳ μὲν δημοκρατία, ἔργῳ δὲ ὑπὸ τοῦ πρώτου ἀνδρὸς ἀρχή» — έγινε (το πολίτευμα) σύμφωνα με τον χαρακτηρισμό, με την ονομασία, κυριαρχία του πλήθους, στην πραγματικότητα όμως διακυβέρνηση από τον πρώτον άνδρα, Θουκ.)
16. φρ. α) «ἔργον (ἐστί)» — δύσκολα είναι δυνατό να συμβεί ώστε... («ἔργον ἅμα πάντας ὀργισθῆναι καὶ ἁμαρτεῖν», Αριστοτ.)
β) «γίγνομαι» ή «εἰμί ἔργον τινός» — γίνομαι θύμα κάποιου, καταστρέφομαι από κάποιον («τῆς ὑμετέρας γέγονεν ἔργον ὀλιγωρίας», Δημοσθ.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Η λ. έργον (δωρ. Fέργον, ελεατ. Fάργον) προέρχεται από ΙE werĝom και απαντά επίσης στα αβεστ. varc∂z∂m, αρχ. άνω γερμ. werc, αρχ. νορβ. verk. Η ετεροιωμένη βαθμίδα που εμφανίζεται στο αρμ. gorc είναι υστερογενής, ενώ στα σύνθετα του τύπου δαμιοργός (μυκην. tokosowoko) είναι αρχαία. Η λέξη ως α’ συνθετικό έχει τη μορφή εργο- σε μικρό σχετικά αριθμό συνθέτων (πρβλ. εργόχειρον, εργοτεχνίτης, εργοφόρος, εργοπόνος κ.ά.), ενώ ως β’ συνθετικό εμφανίζεται σε πολύ μεγάλο αριθμό συνθέτων με τις μορφές -εργος, -οργος (ή -ουργος), -εργής. Μερικά από αυτά είναι προσδιοριστικά ή κτητικά
πρβλ. αεργός, ενεργός, ευεργός, ημιεργός, συνεργός, αλλά και πάρεργος, περίεργος, με διαφορά στον τονισμό λόγω του ότι τα τελευταία απέκτησαν παθητική σημασία στο γλωσσικό αίσθημα τών ομιλητών. Σε ορισμένα κτητικά σύνθετα το α’ συνθετικό είναι επίθετο (πρβλ. αγαθοεργός, κακοεργός, κλυτοεργός κ.ά.), ενώ σε άλλα το -εργος παίζει ρόλο αντικειμένου (πρβλ. αμβολιεργός, ανυσίεργος κ.ά.). Η ύπαρξη συνθέτων με β’ συνθετικό -Fοργός οφείλεται στο γεγονός ότι η αρχική ρίζα werĝ- «κάνω» λειτούργησε και ως ρηματική ρίζα (πρβλ. έρδω) και παρήγαγε σύνθετα με β’ συνθετικό την ετεροιωμένη βαθμίδα. Το ότι πρόκειται για αρχαία σύνθετα πιστοποιείται αφ’ ενός μεν από τη Μυκηναϊκή, όπου απαντούν σύνθετα με β’ συνθετικό -woko (πρβλ. tokosowoko = τοξοFοργός), αφ’ ετέρου δε από σύνθετα του τύπου γεωργός, δαμιοργός (ιων., αρκ.) παράλληλα προς το ομηρ. δημιοεργός. Τα πολυπληθή σύνθετα σε -ουργός, που δηλώνουν κυρίως ονόματα τεχνιτών (πρβλ. αγγειουργός, ξυλουργός, ψηφιδουργός κ.ά.) πρέπει να προήλθαν από β’ συνθετικό σε -Fοργός. Τέλος, απαντούν περίπου 40 σύνθετα σε -εργής, με παθητική σημασία, από τα οποία τα περισσότερα είναι μεταγενέστερα. Η ποικιλία στη μορφή της λέξεως ως β’ συνθετικό και η συνύπαρξη τόσων διαφορετικών τύπων συνθέτων επέφερε σύγχυση κυρίως στον τονισμό. Στον Όμηρο όλα τα σύνθετα είναι οξύτονα σύμφωνα με το πρότυπο τών αρχαίων συνθέτων σε -Fοργός.
ΠΑΡ. εργάζομαι, εργαλείο(-ν), εργάτης
αρχ.
εργάνη, εργώδης
ΣΥΝΘ. (Β’ συνθετικό -εργος) άνεργος, απερίεργος, ενεργός, πάρεργος, περίεργος, συνεργός
αρχ.
αγαθοεργός, αγλαοεργός, αεργός, αισυλοεργός, αλιεργός, αμβολιεργός, αμηχανοεργός, αμπελοεργός, αμπλακοεργός, αμφίεργος, ανένεργος, ανυσιεργός, αξιοεργός, άπεργος, αρματοεργός, αφθιτοεργός, βαναυσοεργός, γελωτοεργός, δαιδαλοεργός, δαμιεργός, δημιοεργός, δολοεργός, δύσεργος, εκάεργος, εντεσιεργός, έπεργος, επίεργος, ετωσιοεργός, ευεργός, ευξυλοεργός, ηλιτοεργός, ημίεργος, θερμοεργός, θρασυεργός, ιεροεργός, ιξοεργός, καλλίεργος, καλοεργός, κάτεργος, κηπεργός, κλυτοεργός, κοινοεργός, κωλυσιεργός, λιθοεργός, λυροεργός, μελανοκιοεργός, μίσεργος, μισοεργός, μιτοεργός, μουσοεργός, νοσοεργός, ξυλοεργός, οβριμοεργός, ολβιοεργός, ολοεργός, ομοεργός, ουραμοεργός, παντοεργός, παρασυνεργός, πνευματοεργός, ποικιλοεργός, πολύεργος, πρόσεργος, σκοτοεργός, σκυτοεργός, σοροεργός, σπούδεργος, ταλαεργός, ταχυεργός, τυλοεργός, ύπεργος, φίλεργος, φιλόεργος, φιλοεργός, φονοεργός, φυτοεργός, χαριεργός, χείρεργος, χειροεργός, χρυσεργός. (Β’ συνθετικό -ουργος) αισχρουργός, αμαξουργός, αμπελουργός, ανοσιουργός, αυτουργός, βαναυσουργός γενεσιουργός, δερματουργός, δημιουργός, δραματουργός, ελαιουργός, εριουργός, θαυματουργός, θερμουργός, ιερουργός, κασσιτερουργός, κεραμουργός, λειτουργός, λεπτουργός, μαρμαρουργός, μεγαλουργός, μελισσουργός, μεταλλουργός, μηχανουργός, μουσουργός, ξυλουργός, οπλουργός, πεταλουργός, πλαστουργός, πλινθουργός, σιδηρουργός, συλλειτουργός, τελεσιουργός, τερατουργός, τεχνουργός, υαλουργός, υπουργός, υφαντουργός, χαλκουργός, χειρουργός, χρωματουργός
αρχ.
αγαθουργός, αγαλματουργός, αγγειουργός, αθεμιτουργός, αιματουργός, ακάκουργος, αλουργός, αμπελιουργός, ανδριαντουργός, ανθεμουργός, ανθεσιουργός, ανθρωπουργός, απάνουργος, απατουργός, απλουργός, άπουργος, αργυρουργός, αριστουργός, αριστοχειρουργός, αρραδιουργός, αρρενουργός, αρρητουργός, αρτιουργός, αρτουργός, ατιμουργός, αυτοελαιουργός, βαλσαμουργός, βαλαυστιουργός, βαυκοπανούργος, βροτουργός, βυσσουργός, γαλακτουργός, γελωτουργός, γεννησιουργός, δᾳδουργός, δαιδαλουργός, δακτυλιουργός, δευτερουργός, δημιουργός, δολουργός, δραστιουργός, δρεπανουργός, εθελουργός, εθελοκακούργος, ειλαπινουργός, ειρουργός, ελαουργός, ελεουργός, ελεφαντουργός, επιγενεσιουργός, επιδημιουργός, ερεουργός, ερωτουργός, ευσεβουργός, ζυμουργός, ηλουργός, ηπατουργός, θαλασσουργός, θεουργός, θεμιτουργός, θυμιαματουργός, θυσιουργός, ιεροζωμουργός, ισουργός, ιστουργός, καθαρουργός, καθυπουργός, καινουργός, κακούργος, καναδιουργός, κερατουργός, κεφαλουργός, κηπουργός, κικιουργός, κλινουργός, κοσμουργός, κουφοκεραμουργός, κρανουργός, κρεουργός, κρηπιδουργός, κτισματουργός, λαθροκακούργος, λακανιοργός, λαοργός, λεουργός, λευκουργός, λιθιουργός, λιθουργός, λιμουργός, λιμνουργός, λινουργός, λιπουργός, λυκιουργός, λυχνουργός, μαινουργός, ματαιουργός, μαχαιρουργός, μελανουργός, μεγεθουργός, μελιουργός, μελουργός, μισθουργός, μοιχουργός, μολιβουργός, μονοδαμιουργός, μυλουργός, ναουργός, νεουργός, νικουργός, νοσουργός, νυκτουργός, ξιφουργός, ξυρουργός, οικουργός, οισυουργός, ομματουργός, ονοματουργός, οσιουργός, παγκάκουργος, παιδουργός, παλαιουργός, πανούργος, πανσθενουργός, παντουργός, παραλουργός, πεμματουργός, περιουργός, περιαλουργός πηλουργός, πιθανουργός, πισσουργός, ποινουργός, πρωτουργός, ραδιουργός, σεμνοπανούργος, σηματουργός, σιδηρουργός, σιτουργός, σκαιολιθουργός, σκαιουργός, σκανδαλουργός, σκηνουργός, σκληρουργός, σμηνουργός, σοφουργός, σταιτουργός, σταλουργός, στεμφλυλουργός, στιππουργός, στιππυουργός, στοματουργός, συγκακούργος, συγχειρουργός, συμπαντουργός, συμπλαστουργός, συνδημιουργός, συνιερουργός, συνιστουργός, συντομουργός, σχεδιουργός, σχοινουργός, σωματουργός, ταλασιουργός, ταυτουργός, ταχουργός, τελειουργός, τελετουργός, τηλουργός, τριπάνουργος, υελουργός, υληουργός, υλουργός, υποδηματουργός, υπολειτουργός, φαρμακουργός, φασγανουργός, φαυλουργός, φιλοκακούργος, φιλοκάλουργος, φιλουργός, φλαυρουργός, φονουργός, φυσιουργός, φυτουργός, φωτουργός, χαλινουργός, χαλκωματουργός, χασμαθυπουργός, χλαμυδουργός, χρονουργός, χρυσουργός, ψευδουργός, ψηφιδουργός
νεοελλ.
αγγειοπλαστουργός, αδαμαντουργός, αναδημιουργός, βαμβακουργός, βαμβακοϋφαντουργός, εδενουργός, ελασματουργός, ελεφαντουργός, επιπλουργός, εριοϋφαντουργός, ηλεκτρομηχανουργός, καρδιοχειρουργός, κλωστοϋφαντουργός, κρυσταλλουργός, λευκοσιδηρουργός, μεταξουργός, μεταξοϋφαντουργός, μολυβδουργός, νευροχειρουργός, νηματουργός, ορειχαλκουργός, πανυπουργός, πρωθυπουργός, πυροτεχνουργός, συναυτουργός, συρματουργός, ταπητουργός, ταχυδακτυλουργός, υπερυπουργός, υφυπουργός, χαλυβουργός, χωματουργός. (Β’ συνθετικό -εργής) αρχ. αεργής, αλιεργής, ανενεργής, ανεργής, απεργής, αφιλεργής, βαρυεργής, δολοεργής, δοροεργής, δυσεργής, ευεργής, ευθυεργής, ημιεργής, ηριεργής, κακοεργής, καρικοεργής, κοινοεργής, λαεργής, λιθοεργής, λινεργής, λινοεργής, Λυκιοεργής, λυκοεργής, μυλοεργής, ολιγοεργής, ολοεργής, ομοεργής, παναεργής, πολυεργής, πυροεργής, πορφυροεργής, Ρεινειοεργής, συνενεργής, συνεργής, ταχυεργής, χρυσεργής.