μολπαστής

Revision as of 07:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

English (LSJ)

οῦ, Dor. -τάς, ὁ,

   A minstrel, dancer, AP6.155 (Theodorid.).

German (Pape)

[Seite 200] ὁ, der Sänger, Theodorid. 5 (VI, 155), Tänzer, nach Hesych. Gespiele, συμπαίκτης.

Greek (Liddell-Scott)

μολπαστής: -οῦ, ὁ, ὁ μολπάζων, καθ᾿ Ἡσύχ. «συμπαίκτης», Ἀνθ. Π. 6. 155.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
chanteur, danseur.
Étymologie: μολπάζω.

Greek Monolingual

μολπαστής, δωρ. τ. μολπαστάς, ὁ (Α) μολπάζω
1. αοιδός και χορευτής
2. (κατά τον Ησύχ.) «συμπαίκτης».