μισοσώματος

Revision as of 07:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

English (LSJ)

ον,

   A hating the body, Ptol. Tetr.158.

German (Pape)

[Seite 192] den Leib bassend, Procl.

Greek (Liddell-Scott)

μῑσοσώμᾰτος: -ον, ὁ μισῶν τὸ σῶμα, Πρόκλ. Παράφρ. σ. 222.

Greek Monolingual

μισοσώματος, -ον (Α)
αυτός που μισεί το σώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + σῶμα, σώματος (πρβλ. φιλο-σώματος)].