μονομαχοτροφεῖον

Revision as of 07:40, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

English (LSJ)

τό, = Lat.

   A ludus gladiatorius, Suid.

German (Pape)

[Seite 204] τό, ein Ort, wo Zweikämpfer ernährt od. erzogen werden, Gladiatorenschule, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

μονομᾰχοτροφεῖον: τό, τόπος ἔνθα ἐτρέφοντο καὶ ἠσκοῦντο οἱ μονομάχοι, Σουΐδ.

Greek Monolingual

μονομαχοτροφείον, τὸ (Α) μονομαχοτρόφος
τόπος όπου τρέφονταν και γυμνάζονταν οι μονομάχοι, μονομαχείον.