μονομαχείον

From LSJ

Ἐν γὰρ γυναιξὶ πίστιν οὐκ ἔξεστ' ἰδεῖν → Vix feminarum in genere reperies fidem → Bei Frauen lässt sich Treue nämlich nicht erspäh'n

Menander, Monostichoi, 161

Greek Monolingual

μονομαχεῖον και μονομάχιον, τὸ (ΑΜ) μονομάχος
μσν.
σχολή όπου διδασκόταν η μονομαχία
αρχ.
μονομαχίαἀλλά καὶ σύ με προσαπολώλεκας, ὦ Χηνίδα, τὸ μονομάχιον ὑποβαλών», Λουκιαν.).