[ᾰ], η, ον, later form for νείατος, νέατος (A), Man.6.738.
[Seite 236] sp. poet, = νέατος, Maneth. 6, 738.
νειάτιος: [ᾰ], -ον, τύπος μεταγεν. ἀντὶ νείατος, νέατος, Μανέθων 6. 738.
νειάτιος, -ίη, -ον (Α)βλ. νέατος (Ι).