νείατος
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
English (LSJ)
v. νέατος (A).
German (Pape)
[Seite 236] ion. u. ep. = νέατος.
French (Bailly abrégé)
épq. c. νέατος.
Russian (Dvoretsky)
νείᾰτος: эп. = νέατος.
Greek (Liddell-Scott)
νείᾰτος: -η, -ον, Ἰων. ἀντὶ νέατος.
English (Autenrieth)
(νέος): newest, but always of position, extremest, last, lowest, Il. 6.295, Od. 15.108; apparently, ‘topmost,’ Il. 14.466.
see νέατος.
Greek Monolingual
νείατος, -άτη, -ον (Α)
ιων. τ. βλ. νέατος (Ι).
Greek Monotonic
νείᾰτος: -η, -ον, Επικ. και Ιων. αντί νέατος.