η, ον,
A v. μίτυλος.
[Seite 223] = μίτυλος, Arcad. 55, 23.
μύτιλος: -η, -ον, ἴδε μίτυλος.
ου (ὁ) :la moule, coquillage.Étymologie: μῦς.
μύτιλος, -ίλη, -ον (Α)βλ. μίτυλος.