μίτυλος
ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners
English (LSJ)
[ῐ] or μύτιλος [ῠ], η, ον (Hdn.Gr.1.162, 2.927),
A hornless, αἴξ Theoc.8.86.
II μίτυλον· ἔσχατον, νήπιον (Laced.), Hsch.
German (Pape)
[Seite 193] (mutilus, s. μιστύλλω u. μύτιλος), verstümmelt, gestutzt, bes. ohne Hörner, Theocr. 8, 86, Schol. ἄκερως.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
sans cornes, ou qui a une corne de moins ; mutilé, tronqué.
Étymologie: DELG forme et sens incertains, déjà dans l'Antiquité.
Greek (Liddell-Scott)
μίτῠλος: [ῐ] ἢ μύτῐλος, η, ον, Λατ. mutilus, περικεκομμένος, κολοβός, κυρίως ἄνευ κεράτων, μιτύλαν αἶγα, «τὴν ἄκερων» (Σχόλ.), Θεόκρ. 8. 86. (Ἴσως συγγενὲς τῷ μιστύλλω).
Greek Monolingual
μίτυλος, -ύλη, -ον και μύτιλος, -ίλη, -ον (Α)
1. περικεκομμένος, κολοβός, αυτός που δεν έχει κέρατα («τὰν μετύλαν αἶγα», Θεόκρ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) (στους Λακεδαίμονες) «μίτυλον
ἔσχατον νήπιον».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. αμφίβολης μορφής και σημασίας. Η μαρτυρία τών τ. μύτιλος και μίτυλος γεννά προβλήματα, καθώς δεν μπορεί να εξακριβωθεί ποιος πρέπει να θεωρηθεί αρχικός και ποιος σχηματισμένος κατ' αντιστροφή τών φωνηέντων του αρχικού (πρβλ. μιστύλη: μυστίλη). Κατά μία άποψη οι δύο τ. προέρχονται με ανομοίωση από αρχικό αμάρτυρο τ. μύτυλος. Ελάχιστα πιθανή θεωρείται η σύνδεση τών τ. με το ρ. μιστύλλω «κομματιάζω». Άλλοι, τέλος, δέχονται ότι η λ. σημαίνει «αυτός που δεν έχει κέρατα» και τή συνδέουν με λατ. mutilus, ενώ η άποψη που θέλει τη λ. να δηλώνει είδος χρώματος παραμένει ανεξακρίβωτη].
Greek Monotonic
μίτῠλος: [ῐ] ή μύτῐλος, -η, -ον, Λατ. mutilus, περικεκομμένος, ιδίως χωρίς κέρατα, σε Θεόκρ. (αμφίβ. προέλ.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: adjunct of αἴξ (Theoc. 8, 86), meaning uncertain, acc. to H. μίτυλον ἔσχατον, νήπιον. Λακεδαίμονες, μύτιλον ἔσχατον, ἀφ' οὗ καὶ τὸν νεώτατον. οἱ δε καὶ τὸ ἀποβαῖνον ( ? ) καὶ ὁ νήπιος καὶ ὁ νέος; see Leumann Gl. 32, 217 w. n. 6 (Kl. Schr. 244).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Usu. explained as hornless and connected with μιστύλλω (s.v.); through metathesis μύτιλος (cf. Schwyzer 268). If we follow the reverse interpretation, μύτιλος would be original (= Lat. mutilus, s. W.-Hofmann s.v.) and μίτυλος sec. Also an orig. *μύτυλος with dissimilation could be imagined; similar cases by Specht KZ 61, 277ff., also Schwyzer 258. The similarity with the PN Μυτιλήνη (Μιτυλ-) is prob. irrelevant (cf. W.-Hofmann s. mūtulus).
Middle Liddell
μῐ́τῠλος, ορ μύτῐλος, η, ον
Lat. mutilus, curtailed, esp. hornless, Theocr. [deriv. uncertain]
Frisk Etymology German
μίτυλος: {mítulos}
Meaning: Beiw. von αἴξ (Theok. 8, 86), Bed. strittig, vgl. H. μίτυλον· ἔσχατον, νήπιον. Λακεδαίμονες, μύτιλον· ἔσχατον, ἀφ’ οὗ καὶ τὸν νεώτατον. οἱ δὲ καὶ τὸ ἀποβαῖνον ( ? ) καὶ ὁ νήπιος καὶ ὁ νέος; dazu Leumann Gl. 32, 217 m. A. 6 (Kl. Schr. 244).
Etymology: Gewöhnlich als hornlos erklärt und zu μιστύλλω u. Verw. gezogen (s.d.); durch Umstellung dann μύτιλος (vgl. Schwyzer 268). Bei umgekehrter Betrachtungsweise könnte μύτιλος ursprünglich (= lat. mutilus, s. W.-Hofmann s.v.) und μίτυλος sekundäre Umstellung sein. Auch ein urspr. *μύτυλος mit wechselseitiger Dissimilation ließe sich denken; ähnliche Fälle bei Specht KZ 61, 277ff., auch Schwyzer 258. Auf die Ähnlichkeit mit dem ON Μυτιλήνη (Μιτυλ-) ist wohl kein Gewicht zu legen (vgl. W.-Hofmann s. mūtulus).
Page 2,246