μουσόπλαστος
English (LSJ)
ον,
A ornamented, λάρναξ IG14.1347.
Greek Monolingual
μουσόπλαστος, -ον (Α)
κοσμημένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦσα + -πλαστός (< πλάθω), πρβλ. κηρό-πλαστος, χειρό-πλαστος].
ον,
A ornamented, λάρναξ IG14.1347.
μουσόπλαστος, -ον (Α)
κοσμημένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦσα + -πλαστός (< πλάθω), πρβλ. κηρό-πλαστος, χειρό-πλαστος].