μυκοπίλιο

Revision as of 11:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το
βοτ. το τμήμα τών βασιδιομυκήτων το οποίο φέρει τις σποριοφόρες προεξοχές και έχει συνήθως την εμφάνιση οριζόντιου δίσκου, αλλ. πίλος.