νεοπευθής

Revision as of 11:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)

English (LSJ)

ές,

   A late-learnt, prob. for νεοπαθῆ, Hsch., for νεοπεφθῆ, Phot.

Greek (Liddell-Scott)

νεοπευθής: -ές, ὁ νεωστὶ ἀκουσθείς, κατὰ τὸν Alberti ἀντὶ νεοπαθῆ παρ’ Ἡσυχ., ἀντὶ νεοπεφθῆ παρὰ Φωτ.

Greek Monolingual

νεοπευθής, -ές (Α)
αυτός που έγινε γνωστός πριν από λίγο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -πευθής (< πεύθω «πληροφορούμαι»), πρβλ. πολυ-πευθής].