μυόμορφα

Revision as of 11:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

τα
ζωολ. υπόταξη στην οποία κατατάσσοντα 1. 100 είδη τρωκτικών, δηλαδὴ τα δύο τρίτα τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. myomorpha (< μυς, μυός «ποντικός» + μορφή)].