νεουργία
Greek (Liddell-Scott)
νεουργία: ἡ, τὸ νεουργές, Εὐσέβ. ΙΙ, 1468Α.
Greek Monolingual
νεουργία, ἡ (ΑΜ) νεουργός (Ι)]
επεξεργασία ή κατασκευή που έγινε πρόσφατα
αρχ.
ανανέωση, ανακαίνιση.
νεουργία: ἡ, τὸ νεουργές, Εὐσέβ. ΙΙ, 1468Α.
νεουργία, ἡ (ΑΜ) νεουργός (Ι)]
επεξεργασία ή κατασκευή που έγινε πρόσφατα
αρχ.
ανανέωση, ανακαίνιση.