ανακαίνιση
From LSJ
ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
Greek Monolingual
η (Α ἀνακαίνισις) ἀνακαινίζω
επιδιόρθωση, επισκευή
νεοελλ.
μεταρρύθμιση, βελτίωση
αρχ.-μσν.
αναζωογόνηση πνευματική, ανανέωση.