νυγματικός

Revision as of 11:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)

English (LSJ)

ή, όν,

   A suitable for νύγματα 1.2, ἔμπλαστρος Androm. ap. Gal.13.650.

Greek Monolingual

νυγματικός, -ή, -όν (Α) νύγμα
ο κατάλληλος για τη θεραπεία τών νυγμάτων, της προσβολής τών νεύρων.