ξαρματώνω
Greek Monolingual
(Μ ξαρματώνω και ξερματώνω και ξηρματώνω)
αφαιρώ τα άρματα, τον οπλισμό από κάποιον, αφοπλίζω
νεοελλ.
1. αφαιρώ τον εξοπλισμό, δηλ. τα κατάρτια, τα πανιά και τα άρμενα πλοίου, παροπλίζω
2. μτφ. προσβάλλω κάποιον αφοπλίζοντάς τον
3. βγάζω τα όπλα, τον οπλισμό μου
4. παύω να εξοπλίζομαι για πόλεμο, αφοπλίζομαι
5. βγάζω ένα τμήμα της πανοπλίας μου ή όλη την πανοπλία μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐξ-αρματώνω, με σίγηση του αρκτ. φωνήεντος (βλ. και στερ. ξε-)].