Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
(Μ ἀρματώνω) άρμα1. εξοπλίζω2. μτφ. εφοδιάζω πλοίο με τ' απαραίτητα εξαρτήματα («αρματώνω το καράβι», «μια βαρκούλα θ' αρματώσω»)3. (-ομαι) ετοιμάζομαι για επίθεση.