Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt
(Μ ἀρματώνω) άρμα
1. εξοπλίζω
2. μτφ. εφοδιάζω πλοίο με τ' απαραίτητα εξαρτήματα («αρματώνω το καράβι», «μια βαρκούλα θ' αρματώσω»)
3. (-ομαι) ετοιμάζομαι για επίθεση.