νηοσόος

Revision as of 11:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)

English (LSJ)

poet. νηοσσόος, ον,

   A protecting ships, Ἄρτεμις, Ἀπόλλων, A.R.1.570, 2.927.

Greek (Liddell-Scott)

νηοσόος: ποιητικ. νηοσσόος, ον, ὁ προστατεύων, σῴζων τὰ πλοῖα, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 570, κτλ.

Greek Monolingual

νηοσόος και ποιητ. τ. νηοσσόος, -ον (Α)
αυτός που προστατεύει, που σώζει τα πλοία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς, νηός «πλοίο» + -σόος, (< σόος, ιων. τ. του επιθέτου σώος «σωτήριος, υγιής»), πρβλ. μελισσο-σόος, οικο-σόος.