ξεμαθαίνω

Revision as of 11:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

1. ξεχνώ κάτι που έχω μάθει («τά μάθαινες εξέμαθες, τά 'ξερες ήχασές τα», Ερωτόκρ.)
2. χάνω συνήθεια που είχα, ξεσυνηθίζω («έχω να πάω πολύ.καιρό στο γυμναστήριο και έχω ξεμάθει).