ξενοδόχημα

Revision as of 11:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)

German (Pape)

[Seite 277] τό, = ξενοδοκεῖον, Nicet.

Greek (Liddell-Scott)

ξενοδόχημα: τό, ξενοδοχεῖο, Νικήτ. Χρον. 381Α.

Greek Monolingual

ξενοδόχημα, τὸ (Μ) ξενοδοχώ
1. φιλοξενία
2. ξενοδοχείο.