ξενοδοχείο
From LSJ
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
Greek Monolingual
το (ΑΜ ξενοδοχεῖον) ξενοδόχος
νεοελλ.
1. κτήριο ή κτηριακό συγκρότημα που παρέχει κατάλυμα και, συνήθως, τροφή στο κοινό έναντι πληρωμής
2. εστιατόριο
3. φρ. «αλυσίδα ξενοδοχείων» — πολλά ξενοδοχεία που ιδρύονται και διευθύνονται από την ίδια εταιρεία σε μία ή σε περισσότερες χώρες
μσν.-αρχ.
κατάλυμα, ξενώνας.