ξενιτευτής

Revision as of 11:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A one who lives abroad, Rhetor. in Cat.Cod.Astr.8(4).148,166 (pl.).

Greek Monolingual

ο (Α ξενιτευτής) ξενιτεύω
αυτός που ζει στην ξενιτιά ή αυτός που φεύγει για να ζήσει σε ξένη χώρα.