ξενιτευτής

From LSJ

ἐν τῷ θέρει τὴν χλαῖναν κατατρίβων → wearing out one's cloak in summertime

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξενῑτευτής Medium diacritics: ξενιτευτής Low diacritics: ξενιτευτής Capitals: ΞΕΝΙΤΕΥΤΗΣ
Transliteration A: xeniteutḗs Transliteration B: xeniteutēs Transliteration C: kseniteftis Beta Code: ceniteuth/s

English (LSJ)

ξενιτευτοῦ, ὁ, one who lives abroad, Rhetor. in Cat.Cod.Astr.8(4).148,166 (pl.).

Greek Monolingual

ο (Α ξενιτευτής) ξενιτεύω
αυτός που ζει στην ξενιτιά ή αυτός που φεύγει για να ζήσει σε ξένη χώρα.