νικήτρια

Revision as of 11:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)

English (LSJ)

ἡ, fem. of Νικητήρ,

   A conqueress, Gloss.

German (Pape)

[Seite 256] ἡ, fem. zu νικητήρ, Siegerinn, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

νικήτρια: ἡ, θηλ. τοῦ νικητήρ, ἡ νικῶσα, Γλωσσ., ἴδε ὅμως Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 196.

Greek Monolingual

η (ΑΜ νικήτρια)
βλ. νικητής.