ξυλοπομπός

Revision as of 11:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)

Greek (Liddell-Scott)

ξῠλοπομπός: ὁ, ὁ πέμπων ξύλα, Μ. Φιλῆς τόμ. Α΄, σ. 252, ἔκδ. Mil.

Greek Monolingual

ξυλοπομπός, ὁ (Μ)
αυτός που στέλνει ξύλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + πομπός (< πέμπω), πρβλ. σιτο-πομπός.