ξυλοπομπός

From LSJ

ὅσον ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ ἐφεωρᾶτο τῆς νήσου → as much of the island as was in view from the temple

Source

Greek (Liddell-Scott)

ξῠλοπομπός: ὁ, ὁ πέμπων ξύλα, Μ. Φιλῆς τόμ. Α΄, σ. 252, ἔκδ. Mil.

Greek Monolingual

ξυλοπομπός, ὁ (Μ)
αυτός που στέλνει ξύλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + πομπός (< πέμπω), πρβλ. σιτοπομπός.