νύκτιος
English (LSJ)
α, ον, (νύξ)
A of the night, θήρ AP6.221 (Leon.).
German (Pape)
[Seite 267] nächtlich, θήρ, Leonid. Al. 12 (VI, 221).
Greek (Liddell-Scott)
νύκτιος: -α, -ον, (νὺξ) νυκτερινός, Ἀνθ. Π. 6. 221.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
nocturne.
Étymologie: νύξ.
Greek Monolingual
-α, -ο (Α νύκτιος, -ία, -ον)
νυχτερινός, νυκτερόβιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + κατάλ. -ιος. Το επίθ. πιθ. έχει σχηματιστεί από τα συνθ. σε -νύκτιος (πρβλ. επι-νύκτιος, ολονύκτιος)].