νύκτιος

Revision as of 11:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)

English (LSJ)

α, ον, (νύξ)

   A of the night, θήρ AP6.221 (Leon.).

German (Pape)

[Seite 267] nächtlich, θήρ, Leonid. Al. 12 (VI, 221).

Greek (Liddell-Scott)

νύκτιος: -α, -ον, (νὺξ) νυκτερινός, Ἀνθ. Π. 6. 221.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
nocturne.
Étymologie: νύξ.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α νύκτιος, -ία, -ον)
νυχτερινός, νυκτερόβιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + κατάλ. -ιος. Το επίθ. πιθ. έχει σχηματιστεί από τα συνθ. σε -νύκτιος (πρβλ. επι-νύκτιος, ολονύκτιος)].