ολονύκτιος

From LSJ

ἀνθρωπεία φύσις πολεμία τοῦ προὔχοντος → human nature is hostile to all that is eminent

Source

Greek Monolingual

-α, -ο (ΑΜ ὁλονύκτιος, -ον)
βλ. ολονύχτιος.