νουσολύτης

Revision as of 11:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)

English (LSJ)

[ῠ], ου, ὁ,

   A freeing from illness, Παιάν Epigr.Gr.1026.

Greek (Liddell-Scott)

νουσολύτης: [ῠ], -ου, ὁ, ὁ ἀπὸ νόσου ἀπαλλάτων, Παιάν Ἑλλην. Ἐπιγρ. 1026.

Greek Monolingual

νουσολύτης και νοσολύτης, ὁ (Α)
αυτός που γιατρεύει, που απαλλάσσει από αρρώστια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νοῦσος / νόσος + -λύτης (< λύω), πρβλ. χρησμο-λύτης, ωδινο-λύτης].