λύτης

From LSJ

ἄδικον ἦν πλοῦτον ἔχειν παρὰ νόμον → it is unjust to have money against the law

Source

Greek Monolingual

ο (Α λύτης) λύω
νεοελλ.
αυτός που βρίσκει τη λύση προβλήματος, αινίγματος, απορίας και γενικά κάθε δυσχερούς ζητήματος
αρχ.
στον πληθ. οἱ λύται
οι σπουδαστές της νομικής που διήνυαν το τέταρτο έτος τών σπουδών τους.