νομωδός, ὁ (Α)1. αυτός που άδει, που κηρύσσει τον νόμο2. εξηγητής του νόμου.[ΕΤΥΜΟΛ. < νόμος + -ῳδός (< ᾠδή), πρβλ. κιθαρ-ωδός].