ξανθοκάρηνος

Revision as of 11:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)

English (LSJ)

[κᾰ], ον,

   A with yellow head, of Dionysus, AP9.524.15.

German (Pape)

[Seite 275] mit blondem Haupte, Bacchus, Hymn., (IV, 524, 15), wie Inscr. 38.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à la tête ou à la chevelure blonde.
Étymologie: ξανθός, κάρηνον.

Greek Monolingual

ξανθοκάρηνος, -ον (Α)
(επίθ. του Βάκχου) αυτός που έχει ξανθό κεφάλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξανθός + κάρηνον «κεφαλή» (πρβλ. χρυσο-κάρηνος)].