ξανθός
οὕτως καὶ ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔχῃ ἔργα, νεκρά ἐστιν καθ' ἑαυτήν → so even the Faith, if it does not have deeds, and is on its own, is dead | the Faith without works is dead
English (LSJ)
ξανθή, ξανθόν,
A yellow, of various shades, freq. with a tinge of red, brown, auburn, λαμπρὸν ἐρυθρῷ λευκῷ τε μειγνύμενον Pl.Ti.68b; ἔστι δὲ τὸ ξ. ἐν τῇ ἴριδι χρῶμα μεταξὺ τοῦ τε φοινικοῦ καὶ πρασίνου χρώματος Arist.Mete.375a11; ξανθὸν ἐρεύθεσθαι AP12.97 (Antip.): in Ep. mostly used of fair, golden hair, ξ. κόμη, χαίτη, of Achilles, Il.1.197, 23.141; ξ. τρίχες, of Odysseus, Od.13.399,431; κάρη ξ. Μενέλαος (but usually ξ. M. alone) 15.133; also of women, ξ. Ἀγαμήδη Il.11.740; Ἀριάδνη Hes.Th.947 (but ξ. Δημήτηρ golden corn, Il.5.500, etc.); so later, of Helen, Sapph.Supp.13.5; of Athena and the Graces, Pi.N.10.7, 5.54; of Harmonia, E.Med.834 (lyr.) (but in later Gr. of complexion, Cleom.2.1); of dyed hair, τὴν γυναῖκα τὴν σώφρον' οὐ δεῖ τὰς τρίχας ξ. ποιεῖν Men.610; also of horses, bay, ἵππων ξ. κάρηνα Il.9.407, cf. 11.680; ξ. πῶλοι Alc.Supp.8.14, S.El.705; βοῶν ξανθὰς ἀγέλας Pi. P.4.149; ξ. λέων Id.Fr.237; πώλου δίκην, ἥ τις… θέρος θερισθῇ ξανθὸν αὐχένων ἄπο S.Fr.659.4, etc.
2 after Hom. of all kinds of objects, ἄρτοι ξ. Xenoph.1.9; ξανθῶν σπονδὰς μελιτῶν v.l. in Emp. 128.7; ἴων ξ. ἀκτῖνες Pi.O.6.55; ξ. νεφέλα, of gold, ib.7.49; μέλι Simon.47; φλόξ B.Fr.3.4; ἀκτῖνες πυρός Sopat.13; ἐλαία A.Pers.617; of wine, ξ. Ἀφροδισία λάταξ S.Fr.277 (lyr.); of a roast pigeon, Ar. Ach.1106; ξανθαῖσιν αὔραις ἀγάλλεται exults in its yellow fragrance, of a fried fish, Antiph.217.22: in Medic., freq. of bile, Hp.VM19, etc.: Comp. -ότερος Pl.R. 617a: Sup. -ότατος, βόστρυχοι Pherecr. 189.
II Ξάνθος, parox., as pr. n.,
1 a stream of the Troad, so called by gods, by men Scamander, Il.20.74, etc.
2 a horse of Achilles, Bayard, the other being Βαλίος, Piebald, 16.149.
3 name of a man, D.H.1.28, etc.
4 fem., a city of Lycia, Hdt.1.176, etc.
German (Pape)
[Seite 275] (schwerlich von ξαίνω, verwandt mit ξουθός), gelb, in mancherlei Abstufungen, gelblich, bräunlich, goldgelb, blond; nach Arist. de color. die Farbe des Feuers und der Sonne; nach Philox. prooem. gloss. χρυσοειδής, also goldgelb; Plat. sagt λαμπρόν τε ἐρυθρῷ λευκῷ τε μιγνύμενον ξανθὸν γέγονε, Tim. 68 b, u. vrbdt στίλβοντι καὶ ξανθῷ χρώματι κοινωθέν, 59 b. – Bei Hom. gewöhnliches Beiwort des Menelaos, der Blonde, von seinen Haaren; nach Anderen von der bräunlichen Leibesfarbe der Helden, deren Haut durch Sonnenbrand und durch die Einwirkung der Luft, da sie den ganzen Tag unter freiem Himmel zubrachten, gebräunt ist; es haben das Beiwort noch Meleager und Rhadamanthys. Da es aber Hom. auch von der Demeter und der Agamede, Il. 5, 500. 11, 740, Hes. u. A, auch von Frauen brauchen, so ist die erste Erkl. richtiger; es wird dem Achilleus auch ausdrücklich ξανθὴ κόμη beigelegt, Il. 1, 197, 23, 141 (vgl, ξανθὸς Ἀχιλεύς Pind. N. 3, 41), wie dem Odysseus ξανθαὶ τρίχες, Od. 13, 391. 431. Daß blonde Haare als ein Schmuck idealer Jugendschönheit gegolten haben, sieht man daraus, daß der ewig jugendliche Apollo blond ist, u. daß auch auf der attischen Bühne blondes Haar das Kennzeichen der Heldenjünglinge blieb. – Ξανθαὶ ἵπποι, salbe, isabellfarbene Stuten, Il. 9, 407. 11, 680 (vgl. auch nom. propr.). – Pind. nennt die Athene ξανθά, N. 10, 7, wie die Χάριτες, 5, 54; auch den Löwen, frg. 261; βοῶν ξανθὰς ἀγέλας, P. 4, 149; ἴων ξανθαῖσι καὶ παμπορφύροις ἀκτῖσι, Ol. 6, 55; Aesch. ξανθῆς ἐλαίας καρπός, Pers. 609; vom Wein, Soph. fr. 257; bei Eur. häufig vom Haare, auch Ἁρμονία ξανθά, Med. 834; auch in Prosa überall; ξανθοτέρα, Plat. Rep. X, 617 a; bei den Aerzten ξανθὴ χολή; bei sp. D. auch, wie ξουθός, Beiwort der Biene. – Bei Paul. Aeg. ist ξανθή auch eine Salbe.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 jaune, jaunâtre;
2 blond, d'un rouge doré, fauve;
Cp. ξανθότερος.
Étymologie: apparenté à ξουθός.
Russian (Dvoretsky)
ξανθός:
1 золотисто-желтый, огненного цвета (ἐρυθρῷ λευκῷ τε μιγνυμένον ξανθὸν γέγονε Plat.; τὸ πῦρ καὶ ὁ ἥλιος ξανθά Arst.);
2 светловолосый или рыжекудрый (Δημήτηρ, Μενέλαος Hom.);
3 светлорусый, белокурый или рыжеватый (κόμη, τρίχες Hom.; τριχώματα Arst.; παρθένος Plut.);
4 буланый или гнедой (ἵπποι Hom.);
5 рыжий (λέων, βοῶν ἀγέλαι Pind.);
6 золотистый (νεφέλη Pind.; ἐλαίας καρπός Aesch.; οἶνος Soph.; μέλι Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ξανθός: -ή, -όν, ξανθὸς κατὰ διαφόρους ἀποχρώσεις, συχνάκις μετὰ ἐλαφροῦ χρωματισμοῦ ἐρυθροῦ, καστανὸς (πρβλ. πυρρός), Λατ. flavus, fulvus· ἐπὶ τοῦ χρώματος τοῦ ὡρίμου σίτου, ξανθὴ Δημήτηρ Ἰλ. Ε. 500, κτλ.· ὁ Πλάτων ὁρίζει τὸ χρῶμα τοῦτο ὡς λαμπρὸν ἐρυθρῷ λευκῷ τε μεμιγμένον, Τίμ. 68Β ὁ Ἀριστ. ὡς τὸ ἐν τῇ ἴριδι μεταξὺ τοῦ ἐρυθροῦ καὶ τοῦ πρασίνου χρῶμα, Μετεωρ. 3. 4, 5· ὡς τὸ χρῶμα τοῦ πυρὸς καὶ τοῦ ἡλίου, π. Χρώμ. 1, 1, πρβλ. μετὰ τὰ Φυσ. 9. 3, 5. Παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐπὶ ξανθῆς, χρυσιζούσης κόμης, ἥτις ἦτο σπανία ἐν ταῖς Ἑλληνικαῖς χώραις καὶ ἀνῆκεν εἰς τὸ ἰδεῶδες τῆς νεανικῆς καλλονῆς· οὕτως ὁ Ἀχιλλεὺς ἀείποτε λέγεται ὡς ἔχων ξανθὴν κόμην Ἰλ. Α. 197, Ψ. 141· ὁ Ὀδυσσεὺς ὡσαύτως ἔχει ξανθὰς τρίχας, Ὀδ. Ν. 399, 431· καὶ ἀπαντᾷ ὡς διακριτικὸν ἐπίθ. τινῶν ἐκ τῶν ἡρώων, ξανθὸς Μενέλαος, ξ. Μελέαγρος, ξ. Ραδάμανθυς, ἔνθα πιθανῶς σημαίνει ὡσαύτως τὸν ἔχοντα ξανθήν, χρυσίζουσαν κόμην μᾶλλον ἢ τὸν ἡλιοκαῆ· διότι ἀναφέρεται ἐπ’ ἴσης καὶ ὡς ἐπίθ. γυναικῶν, οἷον τῆς Ἀγαμήδης ἐν Ἰλ. Λ. 730, καὶ τῆς Ἀριάδνης ἐν Ἡσ. Θ. 947· ἔτι δὲ καὶ τὸ ξανθὴ Δημήτηρ, πιθανῶς ἀναφέρεται εἰς τὴν κόμην αὐτῆς ἥτις εἶχε τὸ χρῶμα τοῦ χρυσίζοντος σίτου· οὕτω καὶ ἐπὶ τῆς Ἀθηνᾶς καὶ τῶν Χαρίτων ἐν Πινδ. Ν. 10. 11., 5. ἐν τέλ.· ἐπὶ τῆς Ἁρμονίας ἐν Εὐρ. Μηδ. 834· - ὁ Ἀπόλλων ὡσαύτως εἶναι ξανθός, καὶ ἐπὶ τῆς Ἀττικῆς σκηνῆς οἱ ἡγεμονόπαιδες, πρβλ. ξανθοκάρηνος, -θριξ, -κόμης· τοῦτο καθίσταται πιθανὸν καὶ ἐκ τῆς Ὁμηρικῆς φράσεως ξανθὰς ἵππους, χρυσιζούσας ἢ καστανάς, Ἰλ. Λ. 680, πρβλ. Ι. 407. Παρὰ τοῖς μετέπειτα χρόνοις ἡ χρῆσις διέμενεν ἡ αὐτή, καθ’ ὅσον ἡ λέξις κεῖται συνήθως ἐπὶ τῆς κόμης, βοῶν ξανθὰς ἀγέλας Πινδ. Π. 4. 264· ξ. λέων ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 261· ξανθαῖσι πώλοις Σοφ. Ἠλ. 705· πώλου δίκην, ἥτις συναρπασθεῖσα βουκόλων ὕπο μάνδραις ἐν ἱππείαισιν ἀγρίᾳ χειρὶ θέρος θερισθῇ ξανθὸν αὐχένων ἄπο ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 587. 4, κτλ.· ἀλλά, 2) μεθ’ Ὅμ. ἡ χρῆσις τῆς λέξεως ἐπεξετάθη καὶ εἰς ἄλλα πράγματα, ξ. ἴων ἀκτῖνες Πινδ. Ο. 6. 91. ξανθὰν ἀγαγὼν νεφέλαν πολὺν ὗσε χρυσὸν αὐτόθι 7. 90· μέλι Σιμων. 57· ξανθᾷ φλογὶ Βακχυλ. Ἀποσπ. 4. [13], 4· ἐλαία Αἰσχύλ. Πέρσ. 617· ἐπὶ οἴνου, Σοφ. Ἀποσπ. 257· ἐπὶ ὀπτῆς περιστερᾶς, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1107· οὕτω, ξανθαῖσιν αὔραις ἀγάλλεται, ὑπερηφανεύεται διὰ τὴν ἐκ τοῦ ξανθοῦ χρώματος αὐτῆς ἐκπεμπομένην εὐωδίαν, Ἀντιφάν. ἐν «Φιλοθηβαίῳ» 1. 22· πρβλ. ξανθίζω, ξανθόχρως. - Παρὰ μεταγενεστ., ἐρυθρόχρους, ἐρυθρός, ξανθὸν ἐρεύθεται Ἀνθ. Π. 12. 97· συγγενὲς χρῶμα τῷ αἵματι Κλήμ. Ἀλ. 267, πρβλ. ξανθή. ΙΙ. Ξάνθος, παροξύτ., ὡς κύρ. ὄν. 1) ποταμός τις τῆς Τροίας οὕτω καλούμενος ὑπὸ τῶν θεῶν, ὑπὸ δὲ τῶν ἀνθρώπων Σκάμανδρος, Ἰλ. Υ. 74, κτλ. 2) ὁ ἕτερος τῶν ἵππων τοῦ Ἀχιλλέως, ὁ δὲ ἄλλος ἐκαλεῖτο Βαλίος, Ἰλ. Π. 149. 3) ὄνομα ἀνδρός. (Ὡς φαίνεται συγγενὲς τῷ ξουθός, ὃ ἴδε).
English (Autenrieth)
reddish-yellow, blond or auburn (flavus); of horses, sorrel or cream-colored, Il. 11.680.
English (Slater)
ξανθός
a = ξανθοκόμας· ξανθὸς δ' Ἀχιλεύς (N. 3.43) σὺν ξανθαῖς Χάρισσιν (N. 5.54) ξανθῷ Μενέλᾳ (N. 7.28) ξανθά Γλαυκῶπις (N. 10.7) ξανθὰν Ἀθάναν fr. 34. χαίταν παρθένου ξανθ[ fr. 215. 7.
b of animals, tawny “βοῶν ξανθὰς ἀγέλας” (P. 4.149) ἀπὸ ξανθᾶν γενύων (P. 4.225) ξανθὸς λέων fr. 237.
c of things, light-golden ἴων ξανθαῖσι καὶ παμπορφύροις ἀκτῖσι βεβρεγμένος ἁβρὸν σῶμα (O. 6.55) ξανθὰν ἀγαγὼν νεφέλαν πολὺν ὗσε χρυσόν (O. 7.49) ὑπὸ ξανθαῖσι πεύκαις a very light green? Δ. 2. 11. τᾶς χλωρᾶς λιβάνου ξανθὰ δάκρη θυμιᾶτε fr. 122. 3.
Spanish
Greek Monolingual
-ή, -ό, θηλ. και ξανθιά και ξαθός, -ιά, -ό (ΑΜ ξανθός, -ή, -όν)
1. (συνήθως για τα μαλλιά και, γενικά, τις τρίχες) αυτός που έχει χρώμα χρυσαφί, κάπως βαθύτερο από το χρώμα τών ώριμων σταχιών και πολύ ανοιχτότερο από το καστανό, κιτρινωπός (α. «λαμπρόν τε ἐρυθρῷ λευκῷ τε μειγνύμενον, ξανθὸν γέγονε», Πλάτ.
β. «ἔστι δὲ τὸ ξανθὸν ἐν τῇ ἴριδι χρῶμα μεταξὺ τοῦ τε φοινικοῦ καὶ πρασίνου χρώματος», Αριστοτ.)
2. (για πρόσ.) αυτός που έχει μαλλιά που χρυσίζουν, ξανθομάλλης
3. αυτός που έχει ανοιχτό χρώμα δέρματος
4. (για πράγματα) χρυσοκίτρινος («ξανθὸν μέλι», Πλούτ.)
5. το ουδ. ως ουσ. το ξανθό(ν)
το χρυσαφί, το ξανθό χρώμα
νεοελλ.
φρ. τα ξανθά γένη
οι Ρώσοι
μσν.
1. ανοιχτόχρωμος
2. (κατά τον Δουκάγγ.) «ξανθὸν φάρμακον, ἔστι σιδηρίτης δι' οὔρου και θεὶου οἰκονομηθέν, καὶ ἡ καδμία»
μσν.-αρχ.
(για τη χολή) κίτρινος
αρχ.
ερυθρόχρωμος, ερυθρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση της λ. με λατ. cānus «λευκός» δεν ικανοποιεί ούτε από μορφολογική ούτε από σημασιολογική άποψη. Αβάσιμη, εξάλλου, είναι και η υπόθεση ότι το επίθ. συνδέεται με ετρουσκ. zamθic «ό,τι μοιάζει με χρυσό», υπόθεση που συνδυάζεται και με την άλλη ονομασία Ξάνθος του ποταμού της Τροίας Σκαμάνδρου, για τον οποίο πίστευαν ότι χρύσιζε τα μαλλιά όσων λούζονταν σ' αυτόν. Έχει διατυπωθεί, τέλος, και η άποψη ότι πρόκειται για πελασγικό υπόλειμμα (βλ. και λ. ξουθός).
ΠΑΡ. ξανθίζω, ξάνθιο(ν), ξανθότης(-ητα), ξανθωπός
αρχ.
ξάνθη, ξανθύνομαι, ξανθώ (Ι), ξανθώ (II)
μσν.
ξάνθος
νεοελλ.
ξανθαίνω, ξάνθωμα.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. ξανθόγεως, ξανθοδερκής, ξανθόθριξ, ξανθοκάρηνος, ξανθοκάρυον, ξανθοκόμης, ξανθόλευκος, ξανθόλοφος, ξανθομήλινος, ξανθόμματος, ξανθόουλος, ξανθοποιώ, ξανθοφαής, ξανθοφανής, ξανθοφυής, ξανθοχίτων, ξανθόχλους, ξανθόχλωρος, ξανθόχολος, ξανθόχρους, ξανθόχρως
αρχ.-μσν.
ξανθοειδής, ξανθοτριχώ
μσν.
ξανθοαρχιγένειος, ξανθοβόστρυχος, ξανθοέθειρος, ξανθόπαις, ξανθόπλοκος
μσν.- νεοελλ.
ξανθογένης, ξανθοπώγων, ξανθοφρύδης
νεοελλ.
ξανθέλασμα, ξανθογονικός, ξανθοδερμία, ξανθόκερας, ξανθοκόκκινος, ξανθομάλλης, ξανθομούστακος, ξανθόξυλο, ξανθόρροια, ξανθοσγουρομάλλης, ξανθόσγουρος, ξανθόσωμα, ξανθοτρίχης, ξανθοφύκη, ξανθοφύλλη, ξανθοχρωμία, ξανθοψία. (Β' συνθετικό) επίξανθος, ερυθρόξανθος, πυρρόξανθος, υπόξανθος, ωχρόξανθος
αρχ.
υπέρξανθος
νεοελλ.
αχνόξανθος, γαλανόξανθος, ημίξανθος, θεόξανθος, καστανόξανθος, κατάξανθος, κοκκινόξανθος, λαμπρόξανθος, λευκόξανθος, λιόξανθος, ολόξανθος, σγουρόξανθος, τετράξανθος, φαιόξανθος, χαλκόξανθος, χρυσόξανθος].
Greek Monotonic
ξανθός: -ή, -όν,
I. κιτρινωπός, λέγεται για διάφορες αποχρώσεις· λέγεται για χρυσαφένια μαλλιά, σε Όμηρ.· ομοίως, ξανθαὶ ἵπποι, κοκκινότριχα ή καστανόχρωμα άλογα, σε Ομήρ. Ιλ.
II. Ξάνθος, παροξ., ως κύριο όνομα·
1. ποταμός της Τρωάδας που ονομαζόταν έτσι από τους θεούς, ενώ οι άνθρωποι τον αποκαλούσαν Σκάμανδρο, στο ίδ.
2. ένα από τα δύο άλογα του Αχιλλέα, ο Κοκκινοτρίχης· το άλλο ήταν ο Βαλίος, ο Παρδαλός, στο ίδ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: yellow, goldyellow, reddish, brownish, blond, of hairs (Il.), also of other objects (posthom.); on the meaning Capelle RhM 101, 21 f.; myk. ka-sa-to als EN, vgl. Gallavotti Par. del Pass. 12, 10f.
Dialectal forms: Myc. kasato as PN, cf. Gallavotti Par. del Pass. 12, 10f.
Compounds: Compp., e. g. ξανθο-κόμης (-ος) blondhaired (Hes., Pi.), ἐπί-ξανθος almost yellow, yellowish (X., Thphr.; Strömberg Prefix Studies 105) beside ἐπι-ξανθίζομαι become yellowish, brornish (Pherecr.).
Derivatives: 1. Ξάνθος m. name of a river, a town, a person, a horse (Il., with opposit. accent); 2. ξάνθη f. name of a yellow stone (Thphr.); 3. ξάνθιον n. name of a plant, which was used to make hairs blond (Dsc., Gal.; Strömberg Pfl.namen 23); 4. ξανθότης, -ητος f. yellow colour, blindness (Str.); 5. Denomin. verbs: a. ξανθίζω 'make, be ξ.' (Com., LXX) with ξάνθ-ισις, -ισμός yellow coloured (medic.), ξανθίσματα (κόμης, χαίτης) blond curls (E. Fr. 322, AP); b. ξανθόομαι, -όω 'besome, paint ξ.' (Dsc.) with ξάνθωσις (Ps.-Democr. Alch.); c. ξανθύνομαι id. (Thphr.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Unexplained. On the proposed, in any case very remote cognateship with Lat. cānus grey(white) s. W.-Hofmann s.v., also WP. 1, 358, Pok. 533. Little value has the comparison with Etr. zamθic supposedly of gold (Brandenstein P.-W. 7 n, 1919), with which Heubeck Würzb. Jb. 4, 202 wants to draw also Σκάμανδρος. -- Cf. ξουθός. The word may be Pre-Greek.
Middle Liddell
ξανθός, ή, όν
I. yellow, of various shades; of golden hair, Hom.; so, ξανθαὶ ἵπποι bay or chestnut mares, Il.
II. Ξάνθος paroxyt., as prop. n.
1. a stream of the Troad, so called by gods, by men Scamander, Il.
2. a horse of Achilles, bayard, the other being Βαλίος, dapple, Il.
Frisk Etymology German
ξανθός: {ksanthós}
Meaning: gelb, goldgelb, rötlich, bräunlich, blond, von den Haaren (seit Il.), auch von anderen Gegenständen (nachhom.); zur Bed. Capelle RhM 101, 21 f.; myk. ka-sa-to als EN, vgl. Gallavotti Par. del Pass. 12, 10f.
Composita: Kompp., z. B. ξανθοκόμης (-ος) blondhaarig (Hes., Pi. u.a.), ἐπίξανθος ins Gelbe spielend, gelblich (X., Thphr.; Strömberg Prefix Studies 105) neben ἐπιξανθίζομαι gelblich, bräunlich werden (Pherekr.).
Derivative: Ableitungen: 1. Ξάνθος m. N. eines Flusses, einer Stadt, einer Person, eines Pferdes (seit Il., mit opposit. Akzent); 2. ξάνθη f. N. eines gelbfarbigen Steins (Thphr.); 3. ξάνθιον n. N. einer Pflanze, die zur Blondfärbung der Haare verwendet wurde (Dsk., Gal. u.a.; Strömberg Pfl.namen 23); 4. ξανθότης, -ητος f. gelbe Farbe, Blindheit (Str.); 5. Denominative Verba: a. ξανθίζω ’ξ. machen, sein’ (Kom., LXX usw.) mit ξάνθισις, -ισμός Gelbfärbung (Mediz.), ξανθίσματα (κόμης, χαίτης) blonde Locken (E. Fr. 322, AP); b. ξανθόομαι, -όω ’ξ. werden, ξ. färben’ (Dsk. u.a.) mit ξάνθωσις (Ps.-Demokr. Alch.); c. ξανθύνομαι ib. (Thphr.).
Etymology: Unerklärt. Über die behauptete, jedenfalls sehr entfernte Verwandtschaft mit lat. cānus ‘grau(weiß)’ s. W.-Hofmann s.v., auch WP. 1, 358, Pok. 533 (m. Lit.). Wenig Wert hat die Zusammenstellung mit etr. zamϑic angebl. aus Gold (Brandenstein P.-W. 7 A, 1919), wozu Heubeck Würzb. Jb. 4, 202 noch Σκάμανδρος ziehen will. — Vgl. ξουθός.
Page 2,333
English (Woodhouse)
tawny, golden-haired, of hair, of the colour of the hair, yellow-haired
Léxico de magia
-όν rubio, dorado de un gallo ἔχε ἀλέκτορα δίλοφον, ἤτοι λευκόν ἢ ξανθόν, ἀπέχου δὲ μέλανος toma un gallo de doble cresta, blanco o dorado, pero guárdate de uno negro P XII 312