ξενόπους

Revision as of 11:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο
ζωολ. γένος άνουρων αμφιβίων της οικογένειας pipidae, στο οποίο ανήκουν υδρόβια βατράχια της Αφρικής που φέρουν μικρά μαύρα νύχια στα εσωτερικά τρία δάχτυλα τών ποδιών. <
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. xenopus < ξένος + πους, ποδός].