[Seite 281] τό, = ξυλάριον, Sp.
ξῠλήριον: τό, = ξυλάριον, Φιλήμ. Λεξικ. Τεχνολ. § 116, ἴδε ξυλάριον.
ξυλήριον, τὸ (Α)βλ. ξυλάριο.